- δείλανδρος
- δείλανδρος, -ον (AM)δειλός, άνανδρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + ανήρ (ανδρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δείλανδρος — cowardly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλανδρον — δείλανδρος cowardly masc/fem acc sg δείλανδρος cowardly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλάνδρου — δείλανδρος cowardly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλανδροι — δείλανδρος cowardly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
δειλανδρία — δειλανδρία, η (Μ) [δείλανδρος] δειλία, ανανδρία … Dictionary of Greek
δειλανδρώ — δειλανδρῶ ( έω) (AM) [δείλανδρος] δείχνομαι άνανδρος, δειλός … Dictionary of Greek